αποξεχνώ

αποξεχνώ
κ. -ξεχάνω
1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα
2. (αποξεχνιέμαι κ. -ιούμαι)
ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδιαβάζω — (Μ ἀποδιαβάζω) 1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου 2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπο νεοελλ. τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματα μσν. 1. αποδιώχνω απ τη σκέψη, αποξεχνώ 2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”